- ταλαιπωρεῖται
- ταλαιπωρέωdo hard workpres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αειχείμαστος — ἀειχείμαστος, ον (Μ) αυτός που ταράζεται διαρκώς από θύελλες συνήθως για πρόσωπα με τη μτφ. σημ. «αυτός που διαρκώς ταλαιπωρείται με δυστυχίες και βάσανα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + χειμάζω] … Dictionary of Greek
ακαταδυνάστευτος — η, ο [καταδυναστεύω] 1. όποιος δεν ταλαιπωρείται από δυνάστη, από σκληρό άρχοντα 2. αυτός που δεν ανέχεται δυνάστη 3. εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τόν καταδυναστεύσει «λαός ακαταδυνάστευτος» … Dictionary of Greek
κόλαση — Θρησκευτικός όρος· σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, αποτελεί τον τόπο της αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών ψυχών. Εκεί τιμωρούνται αιώνια οι άγγελοι που στασίασαν κατά του Θεού και όλοι οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Η αντίληψη αυτή είναι… … Dictionary of Greek
μυριοπειρασμένος — μυριοπειρασμένος, η, ον (Μ) αυτός που υποφέρει πολύ, που ταλαιπωρείται πολύ, πολυβασανισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + πειρασμένος, μτχ. παρακμ. τού πειράζω] … Dictionary of Greek
πονηρός — ή, ό / πονηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (με ηθ. σημ.) ο κακός στην εσωτερική του φύση, αυτός που ρέπει προς την απάτη, πανούργος, δόλιος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πονηρός ο διάβολος, ο σατανάς 3. το ουδ. ως ουσ. το πονηρό(ν) πονηρία, κακό 4. φρ. «πονηρά… … Dictionary of Greek
πόνηρος — ήρη, ον, Α (για σώμα) αυτός που υποφέρει, που ταλαιπωρείται από κόπους και βάσανα, τυραννισμένος. επίρρ... πονήρως με πόνηρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πόνηρος (< πονηρός) τονίστηκε από αρχαίους γραμματικούς στην προπαραλήγουσα, πόνηρε (πρβλ. και… … Dictionary of Greek
συνταλαίπωρος — ον, Α [ταλαίπωρος] αυτός που ταλαιπωρείται μαζί με άλλον … Dictionary of Greek
τρυσίμοχθος — ον, Α αυτός που ταλαιπωρείται από μόχθο. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < τρυσι (< τρύω «καταπονώ, βασανίζω») + μοχθος (< μόχθος), πρβλ. πλησί μοχθος, τλησί μοχθος] … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Πιερίας, νομός — Διοικητική διαίρεση της κεντρικής Μακεδονίας, αντίστοιχη περίπου προς την αρχαία Πιερία (ένα τμήμα της τελευταίας, ανατολικά του Αλιάκμονα, ανήκει στο νομό Ημαθίας). Στα Β ο νομός Π. συνορεύει με το νομό Ημαθίας, στα Δ με τους νομούς Ημαθίας και… … Dictionary of Greek